«Έραναν τον τάφον, αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι» Ήδη από την Αποκαθήλωση και την Ταφή του Κυρίου και τον πολύ λαοφιλή Επιτάφιο Θρήνο, οι λεπτές χορδές της ψυχής των πιστών πάλλονται, καθώς στα αυτιά τους ηχούν οι ωραιότατοι ύμνοι με τους γλυκύτατους ήχους της εκκλησιαστικής μουσικής.

Μυροφόρες είναι οι γυναίκες που ακολουθούσαν το Κύριο μαζί με τη Μητέρα του, έμειναν μαζί της κατά την ώρα του σωτηριώδους πάθους και φρόντισαν να αλείψουν με μύρα το σώμα του Κυρίου.

Όταν δηλαδή ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ζήτησαν κι’ έλαβαν από το Πιλάτο το δεσποτικό σώμα, το κατέβασαν από το σταυρό, το περιέβαλαν σε σινδόνια μαζί με εκλεκτά αρώματα, το τοποθέτησαν σε λαξευτό μνημείο κι’ έβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στη θύρα του μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία που καθόταν απέναντι του τάφου.

Άλλη Μαρία εννοούσε οπωσδήποτε τη Θεομήτορα. Δεν παρευρισκόταν μόνο αυτές, αλλά και πολλές άλλες γυναίκες όπως αναφέρει και ο Λουκάς.

Η Εκκλησία μας έχει αφιερώσει τη Β΄ Κυριακή από το Πάσχα στις Μυροφόρες, για να τις τιμήσει και, συγχρόνως, να ξαναζωντανέψει όσα συνέβησαν το πρωινό της Αναστάσεως στο Κενό Μνημείο. Από τις διηγήσεις των ευαγγελίων πληροφορούμαστε ότι, πριν καλά-καλά ξημερώσει, διάφορες ομάδες γυναικών πήγαν στον Τάφο του Χριστού, σε διαφορετικές στιγμές. Αυτές οι γυναίκες, σμίγοντας τα μύρα με τα δάκρυα, έτρεξαν να τον τιμήσουν στον Τάφο.

Όμως, πόση απογοήτευση! «Το σώμα ουχ ευρέθη το ποθούμενον αυταίς». Αλλά, και πόση τιμή! Αξιώθηκαν να πληροφορηθούν από τον άγγελο ότι ανέστη ο Κύριος, να πουν δε στους μαθητές ότι θα τον συναντήσουν στη Γαλιλαία, όπως τους είχε πει. Κατά άλλη εκδοχή, αξιώθηκαν, με πρώτη την Παναγία, να πρωτοδούν τον Αναστημένο Κύριο!

Είναι εντυπωσιακό ότι το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως έλαβαν πρώτες οι απλές, εν πολλοίς άγνωστες, γυναίκες: η Μητέρα Του, η Μαρία η καλούμενη Μαγδαληνή, από την οποία ο Χριστός είχε διώξει τα δαιμόνια, η Ιωάννα γυναίκα του Χουζά, η Σουσάννα και πολλές άλλες.

Αυτές, από τη στιγμή που γνώρισαν τον Κύριο, έγιναν πιστές μαθήτριές Του, τον ακολουθούσαν παντού και βοηθούσαν στο έργο Του. Στις ώρες του μαρτυρικού Του θανάτου δεν τον άφησαν, όπως έκαμαν σχεδόν όλοι οι μαθητές. Ήταν εκεί, στο φρικτό Γολγοθά, συμπάσχοντας με το Διδάσκαλό τους. Αλλά, και πεθαμένο δεν τον εγκατέλειψαν. Τον θρήνησαν και βρέθηκαν στον ενταφιασμό Του.

Αυτές οι γυναίκες, που ήταν τόσο αφοσιωμένες στο Χριστό, δικαιολογημένα αξιώθηκαν να τον πρωτοδούν Αναστημένο! Να γίνουν, έτσι, οι «ευαγγελίστριες των ευαγγελιστών» και «απόστολοι των Αποστόλων»! Όμως, πού βρήκαν το θάρρος, να πάνε αξημέρωτα στον Τάφο; Ο υμνογράφος θα μας πει:

«Τὰ μύρα τῆς ταφῆς σου, αἱ γυναῖκες κομίσασαι, λαθραίως πρὸς τὸ μνῆμα παρεγένοντο ὄρθριαι τῶν Ἰουδαίων δειλιῶσαι τὴν αὐθάδειαν, καὶ στρατιωτῶν προορῶσαι τὴν ἀσφάλειαν· ἀλλὰ φύσις ἀσθενὴς τὴν ἀνδρείαν ἐνίκησεν, ὅτι γνώμη συμπαθής, τῷ Θεῷ εὐηρέστησε» (Κάθισμα Κυριακής).

Είναι προφανές ότι τις είχε ελκύσει βαθύτατα ο «θείος έρως». Η άδολη αγάπη τους προς το Διδάσκαλο τις οδήγησε στην ηρωική απόφασή τους. Και, ως φαίνεται, ήταν βούληση του Θεού να τις ανταμείψει μ’ αυτό τον τρόπο, για τη μεγάλη αφοσίωσή τους προς Αυτόν, στη σύντομη παρουσία Του στη γη.

Πηγή: pierianews.gr