Στους Victor Ambros και Gary Ruvkun απονεμήθηκε το Νόμπελ Ιατρικής 2024 για την πρωτοποριακή ανακάλυψη του microRNA, που έγινε πριν από περίπου τρεις δεκαετίες. Παρά τη σημασία της, η ανακάλυψη χρειάστηκε χρόνο για να γίνει αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα.
Η γονιδιακή ρύθμιση μέσω των microRNA, την οποία ανακάλυψαν οι Ambros και Ruvkun, παίζει κρίσιμο ρόλο στην εξέλιξη πολύπλοκων οργανισμών εδώ και εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Είναι γνωστό ότι τα κύτταρα και οι ιστοί δεν αναπτύσσονται κανονικά χωρίς microRNAs, και η μη φυσιολογική ρύθμιση από αυτά μπορεί να συμβάλει σε παθήσεις όπως ο καρκίνος. Επίσης, έχουν εντοπιστεί μεταλλάξεις σε γονίδια που κωδικοποιούν τα microRNAs, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές διαταραχές στον άνθρωπο.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Victor Ambros και Gary Ruvkun εργάζονταν στο εργαστήριο του Robert Horvitz, ο οποίος επίσης τιμήθηκε με Νόμπελ το 2002. Μελετούσαν ένα μικρό σκουλήκι, το C. elegans, το οποίο έχει ποικιλία εξειδικευμένων κυττάρων παρόμοιων με αυτά των μεγαλύτερων και πιο περίπλοκων ζώων. Η ερευνητική τους προσπάθεια εστίασε στα γονίδια που ελέγχουν το συγχρονισμό ενεργοποίησης των γενετικών προγραμμάτων κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης.
Αρχικά, τα αποτελέσματα της έρευνάς τους δεν προκάλεσαν ενθουσιασμό, καθώς θεωρήθηκαν περιορισμένα στο C. elegans και αδιάφορα για τον άνθρωπο. Ωστόσο, το 2000, η ομάδα του Ruvkun δημοσίευσε την ανακάλυψη ενός νέου microRNA, του γονιδίου let-7, που είχε έντονη συντηρητικότητα σε όλο το ζωικό βασίλειο. Αυτό το γεγονός μετέβαλε την αντίληψη σχετικά με τη σημασία των microRNAs, οδηγώντας σε περισσότερες ανακαλύψεις εκατοντάδων διαφορετικών microRNAs.
Σήμερα, είναι γνωστό ότι στον άνθρωπο υπάρχουν πάνω από χίλια γονίδια που κωδικοποιούν microRNA, και ότι η γονιδιακή ρύθμιση μέσω αυτών είναι καθολική ανάμεσα στους πολυκύτταρους οργανισμούς.
Πηγή: documentonews.gr